συνοίκου

συνοίκου
σύνοικος
dwelling in the same house with
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξυνοίκου — συνοίκου , σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • подроужьнии — (1*) пр. Дружеский: подрѹжнѧ˫а бесѣды ѿмѣта˫асѧ… доиде въ Иер(с)лмъ. (συνοίκου) ГА XIV1, 97б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”